-
1 μεσσόρης
μεσσό-ρης· ὁ μέσος ὠκεανοῦ καὶ οὐρανοῦ τόπος, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεσσόρης
См. также в других словарях:
μεσσόρης — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὁ μέσος ὠκεανοῡ καὶ οὐρανοῡ τόπος». [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + ὅρος] … Dictionary of Greek